- λέλεκας
- οτο λελέκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λελέκι + μεγεθ. κατάλ. -ας (πρβλ. ποντίκ-ι: πόντικ-ας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λέλεκας — λέλεκας, ο και λελέκι, το ιού (λ. τουρκ.), ο πελαργός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
liliac — LILIÁC1, lilieci, s.m. Arbust înalt cu frunze ovale, cu flori plăcut mirositoare, albe sau colorate în diferite nuanţe de violet sau albastru violet, crescute în formă de buchete, cultivat ca plantă ornamentală; iorgovan, mălin (Syringa vulgaris) … Dicționar Român
πελαργός — ο θηλ. πελαργίνα μεγαλόσωμο πουλί που έρχεται στην Ελλάδα μαζί με τα χελιδόνια, λέλεκας, λελέκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)